- χαϊδεύομαι
- χαϊδεύομαι, χαϊδεύτηκα, χαϊδεμένος βλ. πίν. 18——————Σημειώσεις:χαϊδεύομαι : δε χρησιμοποιείται συνήθως ως παθητικό του χαϊδεύω, αλλά με την ειδική έννοια → (με νάζια κτλ.) επιδιώκω χάδια.Η μτχ. χαϊδεμένος έχει συχνά την έννοια → καλομαθημένος.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.