χαϊδεύομαι

χαϊδεύομαι
χαϊδεύομαι, χαϊδεύτηκα, χαϊδεμένος βλ. πίν. 18
——————
Σημειώσεις:
χαϊδεύομαι : δε χρησιμοποιείται συνήθως ως παθητικό του χαϊδεύω, αλλά με την ειδική έννοια (με νάζια κτλ.) επιδιώκω χάδια.
Η μτχ. χαϊδεμένος έχει συχνά την έννοια καλομαθημένος.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βαυκίζω — (Α) [βαυκός] χαϊδεύομαι …   Dictionary of Greek

  • χαϊδεύω — και χαδεύω Ν [χάιδι / χάδι] 1. θωπεύω, αγγίζω ή τρίβω ελαφρά με την παλάμη τού χεριού, στοργικά, τρυφερά, με αγάπη κάποιον (α. «τού χάιδεψε το μέτωπο» β. «μη χαϊδεύεις πολύ τη γάτα») 2. περιποιούμαι πολύ κάποιον ή συμπεριφέρομαι κολακευτικά σε… …   Dictionary of Greek

  • χαϊδεύω — χάιδεψα, χαϊδεύτηκα, χαϊδεμένος, και χαδεύω χάδεψα, χαδεύτηκα, χαδεμένος 1. κάνω χάδια σε κάποιον, τον χαϊδολογάω, τον θωπεύω με τα χέρια: Χάιδευε τα μαλλιά της. 2. περιποιούμαι κάποιον, τον καλοπιάνω, τον κολακεύω. 3. το μέσο, χαϊδεύομαι μου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”